- ξεμανίκωτος
- -η, -οαυτός που φορεί ρούχο χωρίς μανίκια ή έχει ανασηκωμένα τα μανίκια του, ανασκουμπωμένος, ξεμπράτσωτος: Το καλοκαίρι οι άνθρωποι γυρίζουν ξεμανίκωτοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.