ξεμανίκωτος

ξεμανίκωτος
-η, -ο
αυτός που φορεί ρούχο χωρίς μανίκια ή έχει ανασηκωμένα τα μανίκια του, ανασκουμπωμένος, ξεμπράτσωτος: Το καλοκαίρι οι άνθρωποι γυρίζουν ξεμανίκωτοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεμανίκωτος — η, ο [ξεμανικώνω] 1. (για ένδυμα) αυτός που δεν έχει μανίκια («μπλούζα ξεμανίκωτη») 2. (για πρόσ.) αυτός που φορά ρούχα χωρίς μανίκια ή αυτός που έχει σηκωμένα τα μανίκια του, ανασκουμπωμένος …   Dictionary of Greek

  • αμανίκωτος — η, ο (Μ ἀμανίκωτος) [μανίκιον] αυτός που δεν έχει μανίκια, που έχει γυμνά τα χέρια, ξεμανίκωτος …   Dictionary of Greek

  • ξεμπράτσωτος — η, ο αυτός που έχει γυμνά τα μπράτσα, που φορεί ρούχο χωρίς μανίκια, ξεμανίκωτος, ανασκουμπωμένος: Μας ήρθε ξεμπράτσωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”